ρινορραγία

ρινορραγία
(Ιατρ.). Λέγεται και επίσταξη. Απώλεια αίματος από τις ρινικές κοιλότητες. Η πιο συνηθισμένη αιτία είναι η ρήξη κιρσών των φλεβών που είναι συχνοί σε μια ορισμένη περιοχή του ρινικού διαφράγματος (locus Valsalvae)· αίτια που την ευνοούν είναι το εύθραυστο των αγγείων και όλες οι συμφορήσeiς του ρινικού βλεννογόνου. Για να σταματήσει μια μέτρια ρ. μπορεί να αρκεί η πίεση του πτερύγιου της μύτης πάνω στο διάφραγμα με το δάχτυλο. Σε μεγάλη ρ., και στις περιπτώσεις που δεν εντοπίζεται η αιμορραγούσα περιοχή, απαιτείται πωματισμός της μύτης με γάζες διαποτισμένες με αιμοστατικές ουσίες. Όταν εντοπιστεί το σημείο που αιμορραγεί, ο γιατρός ή καλύτερα ο ειδικός μπορούν να φροντίσουν για την απευθείας χημική ή ηλεκτρική αιμόσταση.
* * *
η, Ν
ιατρ. επίσταξη, αιμορραγία τής μύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinorhagia (< ῥίς, ῥινός + -ρραγία (< -ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. μητρο-ρραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Φλωρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρινορραγία — η το να τρέχει αίμα από τη μύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επισταγμός — ἐπισταγμός, ὁ (Α) [επιστάζω] ρινορραγία …   Dictionary of Greek

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • στέκω — και μέσ. στέκομαι ΝΜ 1. ίσταμαι, παραμένω όρθιος (α. «στεκόταν μπροστά στο σπίτι του» β. «πῶς στέκεσαι καὶ πῶς ἐμβλεματίζεις», Πρόδρ.) 2. (το γ πρόσ. αορ.) στάθηκε συνέβη νεοελλ. 1. σταματώ, παύω να βαδίζω (α. «στάθηκε ξαφνικά στη γωνιά τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”